πολύμυθος

πολύμυθος
πολύ-μῡθος, ον, poet. [pref] πουλύ- Call.Iamb.1.170 (πολυ- Pap.):—
A wordy, Il.3.214, Od.2.200.
II [voice] Pass., much talked of, famous in story,

ἀρεταί Pi.P. 9.76

.
III full of story,

Καλλιόπη AP9.523

, cf. Call.Epigr.18; with a number of legends,

[σύστημα] Arist.Po.1456a12

, cf. Str.14.2.7.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πολύμυθος — και επικ. τ. πουλύμυθος, ον, Α 1. αυτός που λέει πολλούς μύθους, πολλά λόγια, ο φλύαρος («ἐπεὶ οὐ πολύμυθος οὐδ ἀφαμαρτοεπής», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που γνωρίζει πολλούς μύθους («πολύμυθος Καλλιόπη» Ανθ. Παλ.) 3. εκείνος για τον οποίο γίνεται πολύς… …   Dictionary of Greek

  • πολύμυθος — πολύμῡθος , πολύμυθος wordy masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύμυθον — πολύμῡθον , πολύμυθος wordy masc/fem acc sg πολύμῡθον , πολύμυθος wordy neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύθος — Παραδοσιακή αφήγηση ενός λαού, στην οποία αποδίδονται ιδιαίτερες αξίες ιερού χαρακτήρα. Ο όρος, τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν για τις φανταστικές διηγήσεις, υποδηλώνει μέχρι σήμερα την πιθανότητα και την αντικειμενική αναξιοπιστία… …   Dictionary of Greek

  • νηριτόμυθος — νηριτόμυθος, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) «πολύμυθος». [ΕΤΥΜΟΛ. < νήριτος «αναρίθμητος» + μῦθος (πρβλ. ηπιό μυθος, ποικιλό μυθος)] …   Dictionary of Greek

  • πολυμυθία — ἡ, ΜΑ [πολύμυθος] πολυλογία …   Dictionary of Greek

  • πουλύμυθος — ον, Α βλ. πολύμυθος …   Dictionary of Greek

  • πολύμυθε — πολύμῡθε , πολύμυθος wordy masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύμυθοι — πολύμῡθοι , πολύμυθος wordy masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”